- δέλτους
- δέλτοςfem acc plδελτόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δωδεκάδελτος — Το γραπτό κείμενο που προέκυψε από την κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου σε δώδεκα πίνακες (δέλτους), η οποία έγινε το 451 π.Χ. Η Δ. δημιουργήθηκε με στόχο να αποτελέσει δίκαιο όλων των Ρωμαίων και η κατάρτισή της οφείλεται στις διαμάχες… … Dictionary of Greek
LAICI — vide supra, in voce Clerici. Item infra, Narthex, Navis. Sed et Laici, in Monasteriis dicuntur, qui vulgo Conversi, Oblati, Donati; de quibus vide Haeften. Disquisttion. Monasticar. l. 3. tract. 1. disquis. 8. et Menard. ad Concardiam Regular. p … Hofmann J. Lexicon universale
OFFICIUM — Grammaticis quasi Efficium, ab efficiendo, quod unicuique personae congruit, ut ait Donatus Adelph. Terent. Actu 1. Scen. 1. Aliis ab officiendo, id quod unusquisque efficere tenetur, ut nulli officiat: servatâ scil. honestate, quid loco, quid… … Hofmann J. Lexicon universale
δίπτυχος — η, ο (AM δίπτυχος, ον) Ι. αυτός που έχει δύο επάλληλες πτυχές, ο διπλωμένος στα δύο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δίπτυχος 1. δεκάποδο καρκινοειδές 2. τελεόστεος ιχθύς τών γλυκών νερών αρχ. φρ. 1. «δίπτυχοι νεανίαι» οι δύο νέοι 2. «δίπτυχος γλῶσσα»… … Dictionary of Greek
δεκάδελτος — δεκάδελτος, ον (Α) γραμμένος σε δέκα δέλτους ή πίνακες … Dictionary of Greek
δελτοποιός — δελτοποιός, ο (Α) όποιος κατασκευάζει δέλτους ή πίνακες για γράψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + ποιος < ποιώ] … Dictionary of Greek
δημαρχικός — ή, ό (AM δημαρχικός, ή, όν) [δήμαρχος] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δήμαρχο «δημαρχικά καθήκοντα», «τὰς δημαρχικὰς δέλτους ἀπέσπασε βίᾳ» … Dictionary of Greek
δίπτυχο — Κάθε αντικείμενο που διπλώνεται στα δύο. Στην ελληνική αρχαιότητα τα δ. χρησίμευαν ως πρόχειρα σημειωματάρια και ήταν κατασκευασμένα από δύο ξύλινες πινακίδες (δέλτους), που ενώνονταν με κρίκους ή ταινίες για να κλείνουν και να δένονται. Στις… … Dictionary of Greek